-
1 σκίμπων
σκίμπων, ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.
1 σκίμπων
σκίμπων, ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.